- σαργίνος
- ὁ, Αείδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαρδ-ῖνος)].
Dictionary of Greek. 2013.